- εἰσερχομένῳ
- εἰσέρχομαιgo inpres part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въходити — ВЪХО|ДИТИ (311), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Входить: Въходѩште же въ цр҃квь. ˫ако же подобаѥть вънити на м(о)литвѹ къ б҃ѹ. (εἰσερχόμενοι) Изб 1076, 263; и никтоже пакы да не въходить въ манастырь. дондеже бѹд˫аше годъ вечерьнии ЖФП XII, 40б; бѣ же ѥмѹ и по … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek